- θεμερώπις
- θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο-ώπις, γλαυκ-ώπις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεμερῶπις — grave and sedate of look fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμερῶπιν — θεμερῶπις grave and sedate of look fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία … Dictionary of Greek
dhem-, dhemǝ- — dhem , dhemǝ English meaning: to smoke; to blow Deutsche Übersetzung: ‘stieben, rauchen (Rauch, Dunst, Nebel; nebelgrau, rauchfarben = dũster, dunkel), wehen, blasen (hauchen = riechen)” Material: O.Ind. dhámati “blows” (dhami… … Proto-Indo-European etymological dictionary